Ξηροδερμία στα χέρια: Μπορεί να σχετίζεται με έκζεμα;
Το ξηρό, ερεθισμένο δέρμα στα χέρια είναι πολύ ενοχλητικό, αλλά συχνά δεν αποτελεί ένδειξη μιας απλής ξηροδερμίας. Σε πολλές περιπτώσεις ο ένοχος είναι το έκζεμα, μία δερματική αντίδραση που πυροδοτείται από πολλούς παράγοντες.
Υπολογίζεται ότι περισσότεροι από ένας στους έξι ανθρώπους πάσχουν από έκζεμα, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις πρωτοεμφανίζεται στην παιδική ηλικία. Συνήθως οφείλεται στην ατοπική δερματίτιδα, δηλαδή στην εκδήλωση δερματικών αντιδράσεων λόγω κληρονομικής προδιάθεσης.
Οι αντιδράσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν επώδυνη ξηροδερμία με ερεθισμένο εξάνθημα, που προκαλεί πολύ έντονο, σχεδόν ανυπόφορο κνησμό (φαγούρα). Το εξάνθημα ξεφλουδίζει και μπορεί να εξαπλώνεται σε ολόκληρο το χέρι και τα δάκτυλα ή να εκδηλώνεται κατά τόπους. Μπορεί επίσης να έχει κόκκινο, σκούρο καφέ, μωβ ή γκρι χρώμα.
Ο ασθενής μπορεί να νιώθει στα σημεία αυτά κάψιμο (αίσθημα καύσου) ή να παρουσιάζει φλύκταινες και βαθιές, επώδυνες ρωγμές που αιμορραγούν και σχηματίζουν κρούστα.
«Αν το δέρμα στα χέρια σας είναι εξαιρετικά ξηρό και επώδυνο, και η χρήση ενυδατικής κρέμας στη διάρκεια της ημέρας δεν το καταπραΰνει, πιθανότατα έχετε έκζεμα», αναφέρει ο Δερματολόγος-Αφροδισιολόγος δρ Μάρκος Μιχελάκης, από τον ΕΔΟΕΑΠ. «Χωρίς τα κατάλληλα μέτρα προφύλαξης και την ενδεδειγμένη θεραπεία, το έκζεμα μπορεί να επιδεινωθεί».
Η αποτελεσματική θεραπεία προϋποθέτει ότι θα εντοπιστούν οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξή του. «Η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε την ακριβή αιτία του εκζέματος», εξηγεί ο ειδικός. «Σε μερικούς ανθρώπους το έκζεμα σχετίζεται με μία γενετική μεταλλαγή που επηρεάζει την λειτουργία του δέρματος ως προστατευτικού φραγμού. Με αποδυναμωμένη αυτή τη λειτουργία, το δέρμα είναι λιγότερο ικανό να κατακρατά υγρασία και να προστατεύεται από βακτήρια, ερεθιστικές ουσίες, αλλεργιογόνα και περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως ο καπνός των τσιγάρων».
Σε άλλους ανθρώπους, στο έκζεμα μπορεί να αναπτυχθεί υπερπαραγωγή του βακτηρίου χρυσίζων σταφυλόκοκκος. Αυτό εκτοπίζει τα ωφέλιμα βακτήρια από την επιδερμίδα, διαταράσσοντας την λειτουργία του δέρματος ως φραγμού.
Η διαταραχή της ίδιας λειτουργίας μπορεί να πυροδοτήσει την αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία ευθύνεται για τη φλεγμονή στο δέρμα και άλλα συμπτώματα του εκζέματος.
Το έκζεμα κατά κανόνα εκδηλώνεται με εξάρσεις και υφέσεις. Τις εξάρσεις μπορεί να πυροδοτήσουν διάφοροι παράγοντες, οι οποίοι συχνά διαφέρουν από άτομο σε άτομο. «Κάτι που αποτελεί εκλυτικό παράγοντα σε έναν ασθενή, μπορεί να μην επηρεάζει έναν άλλο», τονίζει ο κ. Μιχελάκης. «Μερικοί ασθενείς, λ.χ., έχουν έξαρση τον χειμώνα, λόγω του ψύχους και της μειωμένης υγρασίας, ενώ άλλοι παρουσιάζουν αναζωπύρωση το καλοκαίρι, λόγω της αυξημένης εφίδρωσης».
Άλλοι πιθανοί εκλυτικοί παράγοντες είναι η συνεχής υγρασία στα χέρια (είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο συνιστάται στους πάσχοντες να φορούν γάντια όταν κάνουν δουλειές με νερό, όπως το πλύσιμο των πιάτων), η αλλεργική αντίδραση σε υλικά όπως το λάτεξ και ορισμένα μέταλλα των κοσμημάτων, η έκθεση σε χημικά όπως τα διαλυτικά, τα απορρυπαντικά και το τσιμέντο, η έκθεση σε αρώματα, σκληρά μάλλινα υφάσματα, συνθετικά υφάσματα ή στον καπνό των τσιγάρων, το στρες κ.λπ.
Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη εκζέματος αποτελούν το ατομικό και οικογενειακό ιστορικό εκζέματος και άλλων αλλεργιών (π.χ. αλλεργική ρινίτιδα, άσθμα). Αυξημένο κίνδυνο διατρέχουν επίσης οι εργαζόμενοι που εκτίθενται συχνά σε νερό ή/και χημικά, όπως οι νοσηλευτές, οι κομμωτές, οι υδραυλικοί, οι εργαζόμενοι στις κατασκευές, οι μηχανικοί όλων των ειδικοτήτων κ.λπ.
«Έως ότου ο ασθενής βρει τι πυροδοτεί τις εξάρσεις στο δέρμα του, το έκζεμα είναι πιθανό να επιδεινώνεται», προειδοποιεί ο κ. Μιχελάκης. «Είτε γνωρίζει ο ασθενής, όμως, τους εκλυτικούς παράγοντες είτε όχι, πρέπει να λαμβάνει μερικά βασικά μέτρα προστασίας».
Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνεται η χρήση απαλού, υποαλλεργικού καθαριστικού για το πλύσιμο των χεριών, η αποφυγή του πολύ συχνού πλυσίματος και το καλό ξέβγαλμα μετά το πλύσιμο. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζονται οι χώροι μεταξύ των δακτύλων, όπου μπορεί να συσσωρευτεί καθαριστικό.
Μετά το πλύσιμο οι ασθενείς πρέπει να στεγνώνουν σχολαστικά τα χέρια τους, χωρίς να τα τρίβουν, χρησιμοποιώντας απαλή πετσέτα. Η χρήση στεγνωτήρα χεριών με ζεστό αέρα αντενδείκνυται.
Απαραίτητο είναι επίσης οι ασθενείς με έκζεμα να χρησιμοποιούν μετά από κάθε πλύσιμο μια πλούσια ενυδατική κρέμα, χωρίς αρώματα ή αλκοόλ. Γενικά τα προϊόντα περιποίησης που χρησιμοποιούν δεν πρέπει να περιέχουν δυνητικά επιβαρυντικά συστατικά, όπως το σαλικυλικό οξύ, το γλυκολικό οξύ, η ρετινόλη και συντηρητικά της κατηγορίας των parabens.
Πολύ σημαντικό είναι ακόμα οι ασθενείς να μην ξύνουν το δέρμα τους, διότι ναι μεν το ξύσιμο παρέχει προσωρινή ανακούφιση από τον κνησμό, αλλά δημιουργεί μικρορρήξεις στη συνέχεια του δέρματος και φλεγμονή, η οποία τελικά εντείνει το αίσθημα του κνησμού.
«Στη βάση της φροντίδας για το έκζεμα είναι πρακτικά όλα όσα συνιστώνται στους ανθρώπους με ευαίσθητο δέρμα», επισημαίνει ο κ. Μιχελάκης. «Οι ασθενείς πρέπει επίσης να θυμούνται πως αν έχουν έκζεμα στα χέρια, μπορεί να έχουν και στα πόδια και σε άλλα σημεία του δέρματός τους, τα οποία πρέπει να φροντίζουν με ανάλογο τρόπο. Έτσι, εκτός όσων προαναφέρθηκαν, πρέπει να κάνουν σύντομο ντους, να χρησιμοποιούν κατάλληλα σαπούνια, να πλένονται με χλιαρό και όχι καυτό νερό, να πλένουν τα ρούχα τους με υποαλλεργικά προϊόντα, χωρίς μαλακτικό, και φυσικά να αποφεύγουν τους παράγοντες που πυροδοτούν τις εξάρσεις του εκζέματός τους».
Η σωστή φροντίδα είναι απαραίτητη για την προστασία από την επιμόλυνση του δέρματος, που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κυτταρίτιδα – μία συχνή, δυνητικά σοβαρή βακτηριακή λοίμωξη των δερματικών κυττάρων.
«Αν παρά τα μέτρα αυτοφροντίδας δεν βλέπετε βελτίωση στο δέρμα σας και υποψιάζεστε ότι έχετε έκζεμα, απευθυνθείτε σε έναν δερματολόγο ιατρό για αξιολόγηση. Αναλόγως με τη διάγνωση και τη βαρύτητα της κατάστασης, θα σας χορηγήσει την απαιτούμενη θεραπεία», καταλήγει ο κ. Μιχελάκης.