Μπότοξ: Πώς αντιμετωπίζει τον πονοκέφαλο από το τρίξιμο των δοντιών;

Μπότοξ: Πώς αντιμετωπίζει τον πονοκέφαλο από το τρίξιμο των δοντιών;

Μπότοξ: Πώς αντιμετωπίζει τον πονοκέφαλο από το τρίξιμο των δοντιών;

Οι εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης (μπότοξ) δεν θεραπεύουν αποτελεσματικά μόνο τις ρυτίδες, αλλά μπορούν να βοηθήσουν και τους ασθενείς με πονοκεφάλους που οφείλονται στον βρουξισμό (τρίξιμο και σφίξιμο δοντιών).

Αυτό υποδηλώνουν ολοένα περισσότερες μελέτες που δείχνουν ότι η χρήση της αλλαντικής τοξίνης καταπραΰνει την ένταση στη γνάθο που προκαλεί ο βρουξισμός, εμποδίζοντας τους μυς να κάνουν τις ακούσιες κινήσεις που οδηγούν στον πονοκέφαλο.

Το τρίξιμο και σφίξιμο των δοντιών στη διάρκεια της νύχτας, αλλά μερικές φορές και της ημέρας, είναι πολύ συνηθισμένο. Μελέτες έχουν δείξει ότι το εκδηλώνει ποσοστό 15-40% των παιδιών και 8-10% των ενηλίκων. Στα παιδιά μπορεί να παρατηρηθεί ακόμα και από την εμφάνιση του πρώτου δοντιού, αλλά τα περιστατικά κορυφώνονται στην ηλικία των 6 ετών. Στους ενήλικες, τα ποσοστά κορυφώνονται κατά τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης και είναι πιο χαμηλά (2-4%) μετά τα 60 έτη.

Ο βρουξισμός είναι μία ασυναίσθητη κατάσταση. Χαρακτηρίζεται από σπασμωδική κίνηση της κάτω γνάθου και των μυών που την ελέγχουν. Περίπου δύο στους δέκα πάσχοντες από βρουξισμό έχουν και συμπτώματα κροταφογναθικού συνδρόμου, μιας διαταραχής που χαρακτηρίζεται από πόνο στα πλάγια του προσώπου (μπροστά από τα αυτιά) και έναν ήχο σαν «κλικ» όταν ο ασθενής κινεί τη γνάθο του (π.χ. όταν μασάει), αναφέρει ο δρ Νικόλαος Δημήτρουλας ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Facemed Clinic.

Περισσότεροι από ένας στους τέσσερις πάσχοντες από κροταφογναθικό σύνδρομο αναφέρουν και πονοκεφάλους, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Οι πονοκέφαλοι αυτοί συνήθως είναι κεφαλαλγίες τάσης, αν και μερικοί ασθενείς αναπτύσσουν ημικρανίες.

«Οι συντηρητικές θεραπείες (π.χ. λήψη φαρμάκων, ψυχρά ή θερμά επιθέματα κ.λπ.) αποτελούν την πρώτη γραμμή θεραπείας για το κροταφογναθικό σύνδρομο. Μερικοί ασθενείς, όμως, δεν ανταποκρίνονται σε αυτές. Οι εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης αποτελούν μία μη-επεμβατική θεραπεία που συνιστάται σε ασθενείς με επίμονα συμπτώματα», εξηγεί ο δρ Δημήτρουλας. «Η όλη θεραπεία είναι βραχεία, τα αποτελέσματά της φαίνονται σύντομα και είναι αποτελεσματική τόσο σε ασθενείς με κροταφογναθικό σύνδρομο, όσο και με πονοκέφαλο τάσης εξαιτίας του συνδρόμου. Ωστόσο, οι εγχύσεις πρέπει να γίνουν στα κατάλληλα σημεία και από εξειδικευμένο ιατρό για να είναι αποδοτικές».

Πρόσφατη ανάλυση (μετανάλυση) 24 προγενέστερων μελετών για την επίδραση της αλλαντικής τοξίνης στα συμπτώματα του κροταφογναθικού συνδρόμου έδειξε ότι στους περισσότερους ασθενείς οι εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης μπορούν να μειώσουν σημαντικά τον πόνο, τα «κλικ» στη γνάθο, την υπερκινητικότητα της γνάθου και την αντανακλαστική μείωση της κίνησής της για να περιορίζεται ο πόνος. Άλλες μελέτες έχουν καταδείξει σημαντική καταπράυνση και του πονοκεφάλου, καθώς μειώνεται η συχνότητα και η έντασή του.

Οι εγχύσεις γίνονται στους μυς του προσώπου που κάνουν ακούσιες κινήσεις και ευθύνονται για τον πόνο, χαλαρώνοντάς τους. Οι μύες αυτοί μπορεί να είναι:

  • Οι κροταφικοί που βρίσκονται στα πλάγια του προσώπου (διέρχονται μπροστά από τα αυτιά)
  • Ο μετωπιαίος που καλύπτει μεγάλο τμήμα του μετώπου
  • Ο μασητήριος – ο πιο ισχυρός μυς του σώματος που βρίσκεται στην περιοχή της γνάθου και ρυθμίζει την κίνησή της κατά τη μάσηση

Αναλόγως, όμως, με την ένταση του πονοκεφάλου μπορεί να γίνουν εγχύσεις και σε άλλους μυς του κεφαλιού.

«Ο αριθμός των εγχύσεων σε κάθε ασθενή και κατ’ επέκταση η διάρκεια της θεραπείας, εξαρτώνται από τη σοβαρότητα του κροταφογναθικού συνδρόμου και του πονοκεφάλου. Τυπικά, κάθε συνεδρία διαρκεί 10-30 λεπτά. Έπειτα από κάθε συνεδρία, οι περισσότεροι ασθενείς παρατηρούν αισθητή βελτίωση μέσα σε 1-2 ημέρες. Σε μερικές περιπτώσεις, όμως, χρειάζονται 2-3 εβδομάδες για να αναπτυχθούν πλήρως τα οφέλη της θεραπείας», διευκρινίζει ο δρ Δημήτρουλας.

Η έγχυση της αλλαντικής τοξίνης δεν είναι επώδυνη, αλλά μερικοί ασθενείς αναφέρουν πως νιώθουν ένα ελάχιστο τσίμπημα. Η ενόχληση αυτή όμως δεν είναι σοβαρή και διαρκεί ελάχιστα δευτερόλεπτα. Αν ένας ασθενής φοβάται ότι θα πονέσει, η έγχυση μπορεί να γίνει μετά από προσωρινό μούδιασμα της περιοχής με αναισθητική κρέμα ή μπορεί να τοποθετηθεί στη συνέχεια ένα ψυχρό επίθεμα.

Μετά την έγχυση, ο μυς όπου έγινε η έγχυση μπορεί να προκαλεί κάποια ενόχληση και να είναι ευαίσθητος στην αφή. Αυτό όμως είναι παροδικό και εξαφανίζεται πολύ σύντομα. Επιπρόσθετα, μπορεί να παρατηρηθεί κάποιο οίδημα (πρήξιμο), μούδιασμα ή ερυθρότητα (κοκκίνισμα) στο σημείο της έγχυσης. Και αυτά όμως είναι παροδικά και μέσα σε λίγες μέρες έχουν εξαφανιστεί πλήρως.

Για να αποφευχθεί η διασπορά της αλλαντικής τοξίνης σε σημεία πέρα από τα επιθυμητά, ο ασθενής πρέπει να αποφύγει να τρίψει τα σημεία των εγχύσεων και να παραμείνει όρθιος για 4-6 ώρες μετά τη θεραπεία. Κατ’ αυτό το διάστημα πρέπει να αποφύγει και την έντονη φυσική δραστηριότητα.

 «Οι περισσότεροι μπορούν να επιστρέψουν μέσα σε λίγες ώρες στις καθημερινές δραστηριότητές τους και να αναμένουν ότι θα έχουν βελτίωση στους πονοκεφάλους και στα άλλα συμπτώματά τους για 3-4 μήνες κατά μέσο όρο. Η επίδραση των εγχύσεων σταδιακά φθίνει και η θεραπεία πρέπει να επαναληφθεί», καταλήγει ο δρ Δημήτρουλας.