Ενημέρωση για COVID-19 από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (21/5/2020)

Μείωση της επίπτωσης των νοσηλειών για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19

Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid-19 υπάρχει η εντύπωση ότι έχει μειωθεί προσέλευση ασθενών με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (ΟΕΜ) στα νοσοκομεία σε παγκόσμιο επίπεδο  (Garcia S et al. J Am Coll Cardiol. 2020: 27259, Krumholz HM. New York Times. 2020). Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κίμων Σταματελόπουλος, Ιωάννης Κανακάκης, Ιωάννης Παρασκευαϊδης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), ανασκόπησαν την πρόσφατη βιβλιογραφία. Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο  έγκριτο επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine, εξετάστηκε  αυτή η υπόθεση χρησιμοποιώντας δεδομένα από το Kaiser Permanente Northern California, ένα ενοποιημένο σύστημα υγείας, που περιλαμβάνει 21 ιατρικά κέντρα και 255 κλινικές, παρέχοντας υπηρεσίες υγείας για 4.4 εκατομμύρια ανθρώπους στη Β. Καλιφόρνια στις ΗΠΑ (Solomon MD et al. NEJM. 2020). Εξετάστηκαν  τα χαρακτηριστικά των ασθενών και η εβδομαδιαία επίπτωση νοσηλειών για ΟΕΜ με ανάσπαση του ST διαστήματος [STEMI] και χωρίς ανάσπαση του ST διαστήματος [NSTEMI] πριν και μετά τον πρώτο διαπιστωμένο θάνατο λόγω Covid-19 στη Β. Καλιφόρνια στις 4 Μαρτίου 2020 (Graff A. San Francisco Chronicle. 2020). Τα δεδομένα αυτά συγκρίθηκαν με τα δεδομένα της αντίστοιχης περιόδου του 2019. Η εβδομαδιαία επίπτωση νοσηλείας για ΟΕΜ ελαττώθηκε έως και 48% στην περίοδο της πανδημίας Covid-19. Οι μειώσεις αυτές ήταν παρόμοιες τόσο για STEMI όσο και για NSTEMI. Οι ασθενείς που νοσηλεύτηκαν με ΟΕΜ κατά την Covid-19 περίοδο είχαν λιγότερο συχνά ιστορικό προϋπάρχουσας στεφανιαίας νόσου και προηγούμενου ΟΕΜ ή διαδερμικής  παρέμβασης στη στεφανιαία κυκλοφορία σε σχέση με τους ασθενείς της προ-Covid-19 περιόδου τόσο το 2019 όσο και το 2020.  Δεν παρατηρήθηκαν άλλες διαφορές ως προς τα υπόλοιπα δημογραφικά χαρακτηριστικά, υποκείμενα νοσήματα ή σε αιμοδυναμικές και εργαστηριακές παραμέτρους (όπως τα επίπεδα τροπονίνης). Η μείωση στην επίπτωση της νοσηλείας ΟΕΜ στις ΗΠΑ ήταν μεγαλύτερη απ’ ότι θα ήταν αναμενόμενο λόγω της εποχικής διακύμανσης. Παρόμοια ευρήματα παρατηρήθηκαν και στη Β. Ιταλία (De Filippo O et al. NEJM 2020), ενώ και στη χώρα μας, χωρίς να είναι ακόμη διαθέσιμα επίσημα στοιχεία, έχουν αναφερθεί αντίστοιχες μειώσεις. Σε συνδυασμό με πρόσφατες παρατηρήσεις αύξησης των περιστατικών καρδιακής ανακοπής εκτός νοσοκομείου (Baldi E et al. NEJM 2020), η διερεύνηση και κατανόηση των αιτιών αυτού του φαινομένου είναι αναγκαία προκειμένου να αποφευχθεί η αύξηση θνητότητας από άλλα νοσήματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19.

 

Ποσοτική εκτίμηση των οσφρητικών διαταραχών σε νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19: Μελέτη από Καθηγητές του ΕΚΠΑ

Έγινε δεκτή για δημοσίευση στο περιοδικό Journal of Neurology (με συντελεστή απήχησης 3.8) μία πιλοτική μελέτη παρατήρησης ασθενών-μαρτύρων, με σκοπό την αντικειμενική και ποσοτική εκτίμηση της οσφρητικής λειτουργίας νοσηλευόμενων ασθενών με νόσο COVID-19 και τη σύγκριση αυτής με αντίστοιχα στοιχεία υγιούς πληθυσμού αναφοράς.

Στην εκπόνηση της μελέτης αυτής συμμετείχαν ο Καθηγητής Νευρολογίας της Β’ Νευρολογικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, κ. Γεώργιος Τσιβγούλης, ο Καθηγητής Λοιμωξιολογίας της Δ’ Παθολογικής Κλινικής ΕΚΠΑ, κ Σωτήριος Τσιόδρας, ο Επίκουρος Καθηγητής της Β’ Ωτορινολαρυγγολογικής Κλινικής του ΕΚΠΑ, κ. Αλέξανδρος Δελίδης και ο Καθηγητής Παθολογίας της Α’ Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής και Πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, κ. Πέτρος Σφηκάκης.

Για την εκπόνηση της μελέτης, πραγματοποιήθηκε ποσοτικοποιημένος έλεγχος οσφρητικής λειτουργίας σε 22 ασθενείς με επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19 μέσω του πιστοποιημένου και σταθμισμένου τεστ Q-SIT. Επιπλέον, οι ασθενείς συμπλήρωσαν ειδικά ερωτηματολόγια με σκοπό τον διαπίστωση προϋπάρχουσας οσφρητικής δυσλειτουργίας πριν την εκδήλωση της νόσου COVID-19 ή άλλων διαταραχών (όπως ρινική συμφόρηση) που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την απόδοσή τους στον αντικειμενικό έλεγχο της οσφρητικής λειτουργίας. Τέλος, ο πληθυσμός συγκρίθηκε με υγιή πληθυσμό αναφοράς, σταθμισμένο ως προς την ηλικία και το φύλο, ο οποίος είχε ελεγχθεί προ της πανδημίας.

Μετά από στατιστική ανάλυση των δεδομένων, οι ερευνητές συμπέραναν ότι οι ασθενείς με COVID-19 είχαν χαμηλότερη διάμεση τιμή (2, ενδοτεταρτημοριακό εύρος 1-2) του Q-SIT σκορ σε σχέση με τους μάρτυρες (διάμεση τιμή 3, ενδοτεταρτημοριακό εύρος 2-3). Το εύρημα αυτό υποδεικνύει οσφρητική διαταραχή (ανοσμία ή υποσμία) σε ασθενείς με νόσο COVID-19 σε σχέση με τον υγιή πληθυσμό. Επίσης, η διαπίστωση φυσιολογικής οσφρητικής λειτουργίας ήταν λιγότερο συχνή στους νοσηλευόμενους με COVID-19 (23%) σε σχέση με τους μάρτυρες (64%). Μάλιστα, αυτό το αποτέλεσμα ήταν ανεξάρτητο από την τυχόν συνύπαρξη ρινικής συμφόρησης στους ασθενείς.

Η μελέτη αυτή επιβεβαιώνει με αντικειμενικό τρόπο την αναφερόμενη στην πρόσφατη βιβλιογραφία συχνή εκδήλωση οσφρητικών διαταραχών σε ασθενείς με επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19 και υπερτονίζει τη σημασία της ποσοτικής διάγνωσης αντίστοιχων συμπτωμάτων (ανοσμία, υποσμίας ή υπογευσίας) στους εν λόγω ασθενείς.

 

Οι Διαγνωστικές Δοκιμασίες για τον Κορωνοϊό SARS-CoV-2: Πλεονεκτήματα και Περιορισμοί

Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευάγγελος Τέρπος, Ευστάθιος Καστρίτης, Μαρία Γαβριατοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα δεδομένα σχετικά με τις διαγνωστικές δοκιμασίες σχετικά με τον ιό SARS-CoV-2. Σε σύγκριση με τα ορολογικά τεστ αντισωμάτων, τα γρήγορα τεστ αντιγόνων (όχι με PCR) φαίνεται ότι μπορούν να ανιχνεύσουν τον ιό νωρίτερα, καθώς τα αντισώματα εμφανίζονται περίπου 7-14 μέρες μετά την αρχική λοίμωξη. H ταχύτητα και η ευκολία χρήσης των δοκιμασιών αντιγόνων μπορεί να βοηθήσουν στην καθημερινή κλινική πράξη και ειδικά κατά την διαδικασία της επανένταξης στην κανονικότητα. Έτσι, η ανίχνευση θετικού τεστ σε λίγα λεπτά θα επιτρέπει την άμεση απομόνωση του ασθενούς ενώ ένα αρνητικό τεστ αντιγόνου, αναλόγως του βαθμού υποψίας (π.χ παρουσία συμπτωμάτων, έκθεση υψηλού κινδύνου) μπορεί να χρειάζεται και περαιτέρω επιβεβαίωση με μοριακές τεχνικές PCR. Οι ταχείες δοκιμασίες θα μπορούσαν να επιτρέψουν την πραγματοποίηση εκατομμύριων εξετάσεων ανά ημέρα.  Ο FDA έχει ήδη δώσει έγκριση σε γρήγορη δοκιμασία αντιγόνου και αναμένεται να χορηγήσει άδεια και για άλλες παρόμοιες δοκιμασίες στο εγγύς μέλλον.

Σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA εξετάσθηκαν 865 άτομα από την επαρχία του Λος Άντζελες με ορολογική δοκιμασία ανίχνευσης αντισωμάτων  (https://jamanetwork.com/journals/jama/fullarticle/2766367). Η επιλογή ήταν τυχαία και ανεξάρτητη από την ύπαρξη συμπτωμάτων για κορωνοϊό. Κανείς από τους εξετασθέντες δεν είχαν κάνει αντιγονικό τεστ για την ανίχνευση του ιού, παρά το γεγονός ότι το 13% είχαν πυρετό και βήχα, το 9% δύσπνοια και το 6% απώλεια γεύσης ή όσφρησης. Θετική δοκιμασία αντισωμάτων είχε το 4,06% των συμμετεχόντων και υπολογίσθηκε ότι ο επιπολασμός ύπαρξης αντισωμάτων στους κατοίκους της επαρχίας είναι 4,65%.

Σύμφωνα με τον Αμερικανικό Ιατρικό Σύλλογο (AMA) υπάρχουν 3 κύριοι περιορισμοί κατά την ερμηνεία των αποτελεσμάτων ορολογικών δοκιμασιών αντισωμάτων για τον SARS-CoV-2 (https://www.ama-assn.org/delivering-care/public-health/serological-testing-sars-cov-2-antibodies).

  1. Ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Οι ορολογικές δοκιμασίες για ασθένειες με χαμηλό επιπολασμό στον πληθυσμό μπορεί να δώσουν ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Αυτό όμως αυτό θα εξαρτηθεί και από τον υπό εξέταση πληθυσμό και τον επιπολασμό της COVID-19.
  2. Διασταυρούμενη αντίδραση. Αυτό συμβαίνει όταν μια δοκιμασία έναντι του SARS-CoV-2 εντοπίζει όχι μόνο τον συγκεκριμένο ιό, αλλά και άλλους κορωνοϊούς, όπως αυτούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα. Αν και αυτό μπορεί να μην ισχύει για όλες τις ορολογικές δοκιμασίες για τον SARS-CoV-2, η διασταυρούμενη αντίδραση αποτελεί περιορισμό σε ορισμένες δοκιμασίες που βρίσκονται υπό αξιολόγηση.

Ανοσιακή απόκριση. Ενώ τα άτομα αναπτύσσουν συνήθως κάποιου βαθμού ανοσοαπόκριση μετά από της έκθεση στους περισσότερους ιούς, δεν έχει καταστεί ακόμη σαφές πότε αναπτύσσεται ανοσοαπόκριση μετά την πάροδο της λοίμωξης COVID-19, πόσο ισχυρή είναι και πόσο διαρκεί. Αυτό αποτελεί κυρίως πρόβλημα για τις ορολογικές δοκιμασίες που ελέγχουν αντισώματα. Αντίθετα στις ορολογικές δοκιμασίες που ελέγχουν την παρουσία αντιγόνων (πρωτεϊνών) του ιού  δεν θα είναι δυνατό να εκτιμηθεί η προηγηθείσα λοίμωξη , δηλαδή αν το υπό εξέταση άτομο  έχει περάσει την λοίμωξη και έχει αποκτήσει ανοσία.