Ενημέρωση για COVID-19 από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (17/11/2020)

Ο ύπνος κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19

Ένας καλός βραδινός ύπνος μπορεί να είναι δυσεπίτευκτος ακόμα και υπό φυσιολογικές συνθήκες. Ειδικότερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 είναι ακόμη πιο δύσκολο, όπως επισημαίνει σε άρθρο της η διακεκριμένη επιστήμονας Dr Chandra Jackson, που μελετά τον ύπνο στο NIEHS (https://nihrecord.nih.gov/2020/11/13/how-can-we-sleep-well-during-pandemic). Τα σημαντικότερα σημεία συνοψίζουν οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Παναγιώτης Μαλανδράκης, Ιωάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ). Πολλοί άνθρωποι κατά την περίοδο αυτή κοιμούνται είτε λιγότερο είτε περισσότερο από ό,τι πρέπει. Σε κάθε περίπτωση, ο φυσιολογικός και υγιής ύπνος βοηθάει τη σωματική ενέργεια, τη ψυχική υγεία, το ανοσοποιητικό σύστημα  και τις εγκεφαλικές λειτουργίες. Ακόμα και πριν την πανδημία COVID-19, περίπου 1 στους 3 ανθρώπους δεν είχε τον συνιστώμενο ποιοτικό ύπνο διάρκειας 7 ωρών χωρίς διακοπή. Το αυξημένο άγχος των τελευταίων μηνών, η πιθανή απομόνωση ή κατάθλιψη, και η οικονομική και επαγγελματική ανασφάλεια έχει επιδεινώσει την κατάσταση αυτή. Η διαταραχή της καθημερινότητας δυσχεραίνει την αίσθηση του χρόνου. Η παρατεταμένη παραμονή στην οικία, οδηγεί σε λιγότερη έκθεση στο φυσικό φως, διαταράσσοντας τον κιρκάδιο ρυθμό που ρυθμίζει τον ύπνο.  Η διακεκριμένη επιστήμονας σε οδηγίες που έδωσε για τη ρύθμιση του ύπνου αναφέρει:

  • Να εκτίθενται τα άτομα σε έντονο φως το πρωί, και να αποφεύγουν κατά το δυνατό το μπλε φως το βράδυ, που μπορεί να καταστείλει την έκκριση της μελατονίνης, που είναι ορμόνη ρύθμισης του ύπνου.
  • Τη σημασία της ηρεμίας τις ώρες πριν τον ύπνο, μέσω ενός χαλαρωτικού μπάνιου, τη χαλαρωτική μουσική ή το διαλογισμό.
  • Να διατηρείται το περιβάλλον σε σωστή θερμοκρασία, και να χρησιμοποιούνται κουρτίνες που περιορίζουν το φως ή/και ωτοασπίδες για την προστασία από τους θορύβους.
  • Πριν τον ύπνο, συνίσταται να αποφεύγονται η χρήση ηλεκτρονικών συσκευών, και η κατανάλωση υπερβολικού φαγητού ή υγρών, καφεΐνης, νικοτίνης, ή αλκοόλ.
  • Να αποφεύγεται ο ύπνος μεγάλης διάρκειας κατά τη διάρκεια της ημέρας.
  • Αν τα συμπτώματα επιμένουν, τότε συνίσταται η επίσκεψη σε ειδικό γιατρό.

 

Η κλινική αξία της άμεσης εκτίμησης των επιπέδων τροπονίνης και του ηλεκτροκαρδιογραφήματος στους ασθενείς με COVID-19

Η ακριβής διαστρωμάτωση κινδύνου των ασθενών με οξεία λοίμωξη COVID-19 έχει ιδιαίτερη σημασία για την πρώιμη διαλογή αυτών που έχουν ανάγκη για εντατική παρακολούθηση και προχωρημένες θεραπευτικές τακτικές. Σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American Heart Association (doi:10.1161/JAHA.120.018476), η παρουσία μυοκαρδιακής βλάβης και των αρρυθμιών κολπικής μαρμαρυγής ή πτερυγισμού στην εισαγωγή ασθενών COVID-19 στο νοσοκομείο συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας. Οι Καθηγητής της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κίμωνας Σταματελόπουλος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης.

Συγκεκριμένα, οι συγγραφείς εξέτασαν 887 ασθενείς, που εισήχθησαν λόγω νόσησης από COVID-19  στα νοσοκομεία Columbia University Irving Medical Center και New York-Presbyterian Allen Hospital κατά το διάστημα 1 Μαρτίου – 3 Απριλίου 2020. Εκτιμήθηκαν η τροπονίνη υψηλής ευαισθησίας, ως δείκτης μυοκαρδιακής βλάβης, και τα ευρήματα από το ηλεκτροκαρδιογράφημα εντός των πρώτων 2 ημερών από τη διάγνωση της λοίμωξης. Οι ασθενείς που παρουσίαζαν κολπική μαρμαρυγή ή κολπικό πτερυγισμό στο πρώτο ηλεκτροκαρδιογράφημα, είχαν διπλάσιο κίνδυνο θανάτου σε σχέση με τους ασθενείς χωρίς αυτές τις αρρυθμίες. Επιπλέον οι ασθενείς με μυοκαρδιακή βλάβη (επίπεδα τροπονίνης≥20 ng/L) είχαν τετραπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με τους ασθενείς χωρίς μυοκαρδιακή βλάβη. Η μεγάλη ηλικία και το ιστορικό στεφανιαίας νόσου και ενεργού καρκίνου επίσης συσχετίστηκαν με αυξημένη θνητότητα.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι μισοί από τους ασθενείς που παρουσίαζαν ταυτόχρονα μυοκαρδιακή βλάβη σε συνδυασμό με ηλεκτροκαρδιογραφικές διαταραχές κατέληξαν κατά τη διάρκεια του πρώτου μήνα μετά την εισαγωγή τους. Αντίθετα, μόνο το 6% των ασθενών χωρίς καμία από αυτές τις διαταραχές κατέληξε στο ίδιο χρονικό διάστημα.  Σύμφωνα με τους συγγραφείς, η συσχέτιση αυτών των παραμέτρων με δυσμενή πρόγνωση στους ασθενείς με COVID-19 λοίμωξη θα μπορούσε να εξηγηθεί από τη συνύπαρξή τους σε καρδιακές επιπλοκές της λοίμωξης όπως είναι η μυοκαρδίτιδα, η θρόμβωση στεφανιαίων αρτηριών και η μυοκαρδιοπάθεια από υπερδιέγερση του συμπαθητικού συστήματος.

Συνολικά αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν την κλινική αξία της άμεσης εκτίμησης των COVID-19 ασθενών με ηλεκτροκαρδιογράφημα και επιπέδων τροπονίνης αίματος, που είναι άμεσα και εύκολα διαθέσιμα στην καθημερινή κλινική πράξη.