Ενημέρωση για COVID-19 από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (22/5/2020)

Πώς μπορούν να αμβλυνθούν οι διαφορές στα κλινικά αποτελέσματα και στην παροχή υπηρεσιών υγείας για τους έγχρωμους ασθενείς των ΗΠΑ;

Στις 18 Μαίου 2020 δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature News άρθρο για το πως η καλύτερη ποιότητα δεδομένων, η ευρεία χρήση δοκιμασιών ανίχνευσης του ιού και η αναδιαμόρφωση της λειτουργίας των νοσοκομείων μπορούν να συμβάλλουν στη μείωση των ανισοτήτων στις παροχές υγείας ανάμεσα σε λευκούς και έγχρωμους ασθενείς στις ΗΠΑ. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Γαβριατοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κυριότερα ευρήματα. Μάλιστα οι ερευνητές υποστηρίζουν τη σύσταση εθνικής επιτροπής που θα προσπαθήσει να αμβλύνει τις ΄φυλετικές’ διαφορές στο χώρο της υγείας. Η λήψη των απαραίτητων μέτρων για τον περιορισμό της επιδημίας είναι πρωταρχικός στόχος. Το πρόβλημα αυτό έχει εντοπιστεί και σε άλλες χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο όπου έχει διαπιστωθεί πως οι αφρικανικής και ασιατικής καταγωγής ασθενείς παρουσίασαν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από τους λευκούς, αλλά είναι σαφώς εντονότερο στις ΗΠΑ όπου πλέον καταγράφει και το μεγαλύτερο αριθμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων παγκοσμίως. Το Κέντρο για τον Έλεγχο και την Πρόληψη νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC) από τα τέλη Απριλίου άρχισε να δηλώνει ξεχωριστά των αριθμό κρουσμάτων και θανάτων των έγχρωμων ασθενών μετά από σχετική παρότρυνση νομικών, ιατρών και ομάδων διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στις αρχές Μαίου  ο δήμος της Νέας Υόρκης δημοσίευσε διπλάσιο αριθμό θανάτων ανά 100.000 κατοίκους για τους αφρικανικής καταγωγής και τους ισπανόφωνους έναντι των λευκών. Τα υψηλότερα ποσοστά νοσηλείας και θανάτων καταγράφηκαν στο Μπρονξ, περιοχή με το μεγαλύτερο πληθυσμό αφρικανικής καταγωγής στην ευρύτερη περιοχή. Στην πολιτεία του Μίσιγκαν οι θάνατοι εκ νόσου σε αφρικανικής καταγωγής ασθενείς αφορούν στο 41% του συνόλου των θανάτων και τα επιβεβαιωμένα κρούσματα σε αυτό τον πληθυσμό αποτελούν το 32% του συνόλου των κρουσμάτων όλης της πολιτείας, ενώ συνολικά οι έγχρωμοι αποτελούν μόνο το 14% του συνόλου του πληθυσμού της πολιτείας. Βασική αιτία για αυτό το φαινόμενο είναι το διαφορετικό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και οι διαφορές στην πρόσβαση των παροχών υγείας. Τα επαγγέλματα των έγχρωμων συχνά ευνοούν την έκθεση στον ιό διότι αφορούν σε επαγγέλματα με συγχρωτισμό. Επιπλέον ο ιός είναι περισσότερο θανατηφόρος όταν συνυπάρχουν συννοσηρότητες όπως ο διαβήτης, η παχυσαρκία και τα καρδιαγγειακά νοσήματα τα οποία είναι συχνότερα και συχνά αρύθμιστα σε αυτούς τους ασθενείς. Εκτεταμένοι έλεγχοι για τη μοριακή ανίχνευση του ιού σε αυτές τις ομάδες του πληθυσμού μπορεί να αποβεί εξαιρετικά αποτελεσματική. Επιπλέον οι κλινικές μελέτες που διεξάγονται για την ανεύρεση αποτελεσματικής θεραπείας και εμβολίου πρέπει να εντάσσουν και αυτές τις ομάδες προκειμένου να αντανακλούν τον αληθινό πληθυσμό της κοινότητας. Οι δομές παροχών υγείας πρέπει να εξοπλιστούν άμεσα και να προετοιμαστούν κατάλληλα ώστε να αντιμετωπίζουν έγκαιρα και αποτελεσματικά αυτούς τους ασθενείς.

 

Νεότερα δεδομένα για τις διαγνωστικές και θεραπευτικές προσεγγίσεις των οσφρητικών διαταραχών σε ασθενείς με νόσο COVID-19.

Δημοσιεύθηκε προσφάτως στο περιοδικό Journal of the American Medical Association (JAMA) ένα άρθρο ανασκόπησης για τα νεότερα δεδομένα που αφορούν τη διάγνωση και διαχείριση των οσφρητικών διαταραχών των ασθενών με νόσο COVID-19 από τους Whitcroft και Hummel. Ο Καθηγητής Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργος Τσιβγούλης, συνοψίζει τα κύρια ευρήματα του άρθρου.

Επιστημονικοί φορείς από την Ευρώπη και την Αμερική όπως η Αμερικάνικη και η Βρετανική Εταιρεία Ωτορινολαρυγγολογίας, το Αμερικάνικο Κέντρο Ελέγχου & Πρόληψης  Νοσημάτων (Center of Disease Control) υποστηρίζουν ότι η αιφνίδια εγκατάσταση απώλειας όσφρησης ή/και γεύσης θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στα διαγνωστικά κριτήρια της νόσου COVID-19. Επίσης συνιστούν ότι η παραπάνω διαταραχή από μόνη της είναι αρκετή ώστε να δικαιολογείται αυτοπεριορισμός και χρήση προστατευτικού εξοπλισμού ιδιαίτερα όταν εκδηλώνεται επί απουσίας ρινικής συμφόρησης. Οι συστάσεις αυτές βασίζονται σε πρόσφατες διεθνείς μελέτες που καταγράφουν διαταραχές της όσφρησης στο 64%-98% των ασθενών που νοσηλεύονται με νόσο COVID-19 ή παρουσιάζουν ήπια συμπτώματα της νόσου. Στους περισσότερους ασθενείς τα συμπτώματα των διαταραχών όσφρησης και γεύσης έχουν αιφνίδια εγκατάσταση, ίσως είναι συχνότερα σε νεότερους ασθενείς και στις γυναίκες, ενώ οι πρώτες αδημοσίευτες παρατηρήσεις συνηγορούν υπέρ της ύφεσης των συμπτωμάτων εντός δεκαπενθημέρου.

Φαίνεται επίσης ότι η κύρια διαταραχή που προκαλεί ο  ιός SARS-CoV-2 αφορά την οσφρητική λειτουργία και δευτερευόντως τη γευστική λειτουργία. Εικάζεται από πειραματικές εργασίες ότι οι κορωνοϊοί γενικότερα προσβάλλουν το οσφρητικό επιθήλιο λόγω της αυξημένης έκφρασης που παρουσιάζει στον υποδοχέα 2 του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (ACE2). Επίσης πρόσφατες εργασίες υποστηρίζουν την υπόθεση ότι ο ιός SARS-CoV-2 δύναται να διεισδύει στην ενδοκράνια περιοχή μέσω του οσφρητικού βολβού.

Για την έγκυρη διάγνωση των οσφρητικών διαταραχών της νόσου COVID-19 συστήνεται να μη βασίζονται οι θεράποντες ιατροί μόνο στην αναφορά των συμπτωμάτων από τους ασθενείς τους αλλά να χρησιμοποιούνται ποσοτικά τεστ αντικειμενικής και σταθμισμένης αξιολόγησης της οσφρητικής λειτουργίας με τη χρήση διαφορετικών οσμών. Αυτά τα τεστ δύναται να πραγματοποιούνται με ή χωρίς την προσωπική επαφή του ιατρού με τον ασθενή. Για τη διαταραχή της γευστικής λειτουργίας συστήνεται στο αρχικό διαγνωστικό στάδιο να καταγράφονται μόνο τα αναφερόμενα συμπτώματα των ασθενών χωρίς να αξιολογείται η γευστική λειτουργία με αντικειμενικά και σταθμισμένα τεστ που χρησιμοποιούν διαφορετικές γεύσεις.

Σχετικά με τη θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών με οσφρητικές διαταραχές σε έδαφος νόσου COVID-19 συστήνεται η αναμονή για 15 ημέρες στα πλαίσια της αυτόματης ύφεσης και αποκατάστασης των συμπτωμάτων. Επίσης δε συστήνεται η χρήση κορτικοστεροειδών είτε συστηματικά είτε ενδορινικά λόγω των πιθανών παρενεργειών τους. Μόνο στην περίπτωση που οι ασθενείς ελάμβαναν ενδορινικά κορτικοστεροειδή πριν από την έναρξη λοίμωξης από το ιό SARS-CoV-2 (για παράδειγμα στα πλαίσια αλλεργικής ρινίτιδος) συστήνεται να αποφεύγεται η διακοπή των ενδορινικών κορτικοστεροειδών. Επίσης συστήνεται η λειτουργική άσκηση της όσφρησης με περιοδική έκθεση σε οσμές (κατά κανόνα λεμόνι, τριαντάφυλλο, ευκάλυπτο και γαρίφαλο). Προτείνεται η χρονική διάρκεια της έκθεσης να είναι τουλάχιστο για 20 δευτερόλεπτα για κάθε οσμή με συχνότητα τουλάχιστο για 2 φορές την ημέρα και για χρονικό διάστημα τουλάχιστο 3 μηνών. Τέλος προτείνονται η χρήση ενδορινικής βιταμίνης Α λόγω της πιθανής ευόδωσης της αναγέννησης του οσφρητικού επιθηλίου και η συστηματική χορήγηση ωμέγα 3 λιπαρών οξέων λόγω της πιθανής αντιφλεγμονώδους και νευρο-αναγεννητικής δράσης τους. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι οι συστάσεις αυτές δε βασίζονται σε δεδομένα τυχαιοποιημένων κλινικών μελετών.

 

Η έκφραση του ACE2 στο ρινικό επιθήλιο των παιδιών και ευπάθεια στον κορωνοϊό 

O κορωνοϊός SARS-CoV-2 προσβάλλει δυσανάλογα ορισμένες ευπαθείς ομάδες (π.χ ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα όπως υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη και χρόνια αποφρακτική πνευμονική νόσο) όμως φαίνεται ότι η ηλικία είναι ο ισχυρότερος παράγοντας που σχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα. Πολλές μελέτες έχουν επισημάνει τα χαμηλά ποσοστά λοίμωξης με τον SARS-CoV-2 στα παιδιά, τα οποία φαίνεται ότι έχουν λιγότερα και λιγότερο σοβαρά συμπτώματα σε σύγκριση με τους ενήλικες. Σε μια μελέτη από την Κίνα, εξετάστηκαν άτομα με στενές επαφές με ασθενείς με  COVID-19, και διαπιστώθηκε ότι τα ποσοστά μόλυνσης στα παιδιά ήταν συγκρίσιμα με τα ποσοστά σε νεότερους ενήλικες (ηλικίας 30-49 ετών) αλλά ήταν σημαντικά χαμηλότερα από ότι σε ηλικιωμένους ασθενείς (ηλικίας ≥60 ετών). Στην Ισλανδία, μεταξύ των ατόμων με σχετικά υψηλό κίνδυνο μόλυνσης, διαπιστώθηκε μόλυνση από τον SARS-CoV-2 στο 6.7% των παιδιών κάτω των 10 ετών σε σύγκριση με το 13.7% των ατόμων ηλικίας 10 ετών και άνω. Όμως στην μαζική εξέταση του γενικού πληθυσμού, δεν διαπιστώθηκαν κρούσματα SARS-CoV-2 σε παιδιά κάτω των 10 ετών, σε σύγκριση με 0.8% των ατόμων ηλικίας άνω των 10 ετών. Φαίνεται ότι και στις ΗΠΑ η συχνότητα εμφάνισης λοίμωξης SARS-CoV-2 σε παιδιά είναι  χαμηλότερη των ενηλίκων. Μια μελέτη που ονομάζεται Human Epidemiology and Response to SARS-CoV-2 (HEROS), και χρηματοδοτείται από το Εθνικό Ινστιτούτο Αλλεργιών και Λοιμωδών Νόσων των ΗΠΑ, έχει σχεδιαστεί για να παρακολουθήσει 6000 παιδιά για να προσδιορίσει παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της COVID-19.

Τα αίτια αυτής της διαφοράς αποτελούν αντικείμενο έρευνας, καθώς θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιθανές θεραπείες ή στρατηγικές πρόληψης. Σε πρόσφατη δημοσίευση στο περιοδικό Journal of the American Medical Association (JAMA), ερευνητές προσδιόρισαν ένα παράγοντα που θα μπορούσε να εξηγήσει αυτή την διαφορά σε σημαντικό βαθμό. Οι Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της εργασίας. Το ρινικό επιθήλιο είναι μία από τις πρώτες θέσεις λοίμωξης με τον SARS-CoV-2. Οι ερευνητές  μελέτησαν τη γονιδιακή έκφραση (δηλαδή κατά πόσο το γονίδιο που περιέχει μια πληροφορία τελικά εκφράζεται)  σε δείγματα από ρινικό επιθήλιο. Πιο συγκεκριμένα,  εξέτασαν την έκφραση του γονιδίου που κωδικοποιεί το μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης 2 (ACE2) που βρίσκεται στην κυτταρική επιφάνεια. Έχει αποδειχθεί ότι η πρωτεΐνη-ακίδα του ιού SARS-CoV-2 συνδέεται με το ένζυμο αυτό πάνω στο κύτταρο,  ώστε ο ιός να μπορέσει τελικά να μπει μέσα στα κύτταρα. Μεταξύ μιας ομάδας 305 ατόμων  ηλικίας 4 έως 60 ετών, φάνηκε ότι η έκφραση του γονιδίου της ACE2 είχε συσχέτιση με την ηλικία, έτσι τα μικρότερα παιδιά (4-9 ετών) είχαν σημαντικά χαμηλότερη έκφραση σε σύγκριση με τις άλλες ηλικιακές ομάδες  και αυτή αυξανόταν στα μεγαλύτερα παιδιά (ηλικίας 10-17 ετών), κατόπιν στους νεαρούς ενήλικες (18-24 ετών) και ακόμα περισσότερο στους ενήλικες (≥25 έως 60 ετών).

Ο υποδοχέας ACE2 είναι η θέση που συνδέεται η πρωτεΐνη-ακίδα του SARS-CoV-2. Η ακίδα έχει μια περιοχή που προσδένεται στον ACE2, όμως για να αποκαλυφθεί αυτή η περιοχή και να συνδεθεί πρέπει πρώτα να υποστεί «επεξεργασία» από μια άλλη πρωτεΐνη, την  TMPRSS2, που επίσης βρίσκεται πάνω στα ανθρώπινα κύτταρα. Η  TMPRSS2 φαίνεται να διασπά το «κάλυμμα» της πρωτεΐνης-ακίδας του SARS-CoV-2, επιτρέποντας τη σύνδεση με τον ACE2 και την είσοδο του ιού ώστε να πολλαπλασιαστεί.  Σε μελέτη όπου αναλύθηκε η έκφραση του RNA σε επίπεδο μοναδιαίου κυττάρου (δηλαδή σε κάθε ένα κύτταρο ξεχωριστά) χαρτογραφήθηκε η έκφραση της ACE2 σε διάφορα κύτταρα. Εκεί διαπιστώθηκε ότι η  ACE2 εκφράζεται στα εκκριτικά κύτταρα του ρινικού επιθηλίου (στην ανώτερη αναπνευστική οδό δηλαδή) και στα κυψελιδικά κύτταρα (πνευμονοκύτταρα) τύπου II της κατώτερης αναπνευστικής οδού (στον πνεύμονα). Σε ινωτικούς ιστούς ανθρώπινου πνεύμονα, μόνο το 1.4% των κυψελιδικών κυττάρων τύπου II εξέφραζε την  ACE2 και μόνο  0.8% εξέφραζε τόσο την ACE2 όσο και την TMPRSS2.  Σε χειρουργικά δείγματα από ηθμοειδείς κόλπους (τμήμα του ανώτερου αναπνευστικού), το 1.3% όλων των εκκριτικών κυττάρων εξέφραζαν ACE2 ενώ 0.3% εξέφρασαν τόσο ACE2 όσο και TMPRSS2 αλλά αυτό ήταν υψηλότερο μεταξύ των εκκριτικών κυπελλοειδών κυττάρων. Φαίνεται δηλαδή, ότι ο αριθμός κυττάρων στην αναπνευστική οδό που εκφράζουν ACE2 είναι μάλλον περιορισμένος. Η περαιτέρω αξιολόγηση της έκφρασης ACE2 σε επίπεδο μοναδιαίου κυττάρου και σε παιδιά, θα μπορούσε να βοηθήσει να καταλάβουμε αν στα παιδιά ένα χαμηλότερο ποσοστό κυττάρων εκφράζει την ACE2 ή αν αυτό που συμβαίνει είναι ουσιαστικά  μείωση της έκφρασης της ACE2 ανά κύτταρο.

Το ACE2 έχει σημαντικό ρόλο στην εξισορρόπηση της δράσης του  μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (του ACE). Το ACE αποκόπτει την αγγειοτενσίνη II από την  αγγειοτενσίνη I. Κατόπιν, η αγγειοτενσίνη II μπορεί να προκαλέσει αγγειοσύσπαση, φλεγμονή και ίνωση. Το ACE2 όμως μπορεί να διασπάσει την αγγειοτενσίνη II σε αγγειοτενσίνη 1-7, η οποία μπορεί να καταστέλλει τη φλεγμονή και την ίνωση και να προκαλέσει αγγειοδιαστολή. Σε προηγούμενες μελέτες έχει βρεθεί ότι το ACE2 παίζει προστατευτικό ρόλο σε σοβαρό πνευμονική βλάβη σε ποντίκια. Έτσι, στο ρινικό επιθήλιο, η χαμηλότερη έκφραση ACE2 θα μπορούσε να ελαττώσει τον κίνδυνο λοίμωξης από τον SARS-CoV-2, όμως  στην κατώτερη αναπνευστική οδό (δηλαδή στον πνεύμονα) , η μειωμένη έκφραση του ACE2 θα μπορούσε να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρής οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας και πνευμονικής βλάβης.

Βέβαια στην μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMΑ, οι ερευνητές  αναφέρουν ότι η έκφραση του ACE2 στο ρινικό επιθήλιο (την οποία μελέτησαν) δεν αντικατοπτρίζει την έκφραση ACE2 στο πνευμονικό επιθήλιο (το οποίο δεν μελέτησαν). Επιπλέον τονίζουν ότι  η έκφραση του ACE2 στην κατώτερη αναπνευστική οδό βρίσκεται υπό διαφορετική ρύθμιση. Αυτό τονίζει τη σημασία της κατανόησης της κατανομής του ACE2 στα διάφορα  κύτταρα σε διάφορα μέρη του αναπνευστικού (και άλλων οργάνων όπως έχει διαπιστωθεί πρόσφατα). Επίσης έχει σημασία η μελέτη της κατανομή του ACE2 που βρίσκεται συνδεδεμένο πάνω στα κύτταρα και του ACE2 που κυκλοφορεί ελεύθερο στο πλάσμα. Το ACE2 αποσπάται  από την κυτταρική μεμβράνη κατά τη σύνδεση του με τον SARS-CoV-2, απελευθερώνοντας το ACE2 στο πλάσμα. Ο ρόλος του διαλυτού ACE2 στην εξουδετέρωση του ιού SARS-CoV-2 έχει δειχθεί πρόσφατα σε πειράματα in vitro, αλλά η δεν έχει ακόμη καθοριστεί  ακόμα η δραστικότητα του in vivo, σαν πιθανή θεραπευτική στρατηγική.

 

Οι άνδρες με καρκίνο του προστάτη υπό ανδρογονικό αποκλεισμό έχουν μικρότερο κίνδυνο νόσησης από το νέο κορωνοιό;

Πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό Annals of Oncology οι Montopoli M. και συνεργάτες  δημοσίευσαν άρθρο που μελετά την πιθανότητα οι ασθενείς με καρκίνο προστάτη που λαμβάνουν θεραπεία με ανδρογονικό αποκλεισμό να νοσούν λιγότερο συχνά από COVID-19 (https://doi.org/10.1016/j.annonc.2020.04.479). Ο Πρύτανης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θάνος Δημόπουλος συνοψίζει τα κύρια ευρήματα της μελέτης.  Η μελέτη συμπεριέλαβε 4532 ασθενείς με COVID-19 από την περιοχή Βένετο στη Βόρεια Ιταλία και τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι ασθενείς με καρκίνο προστάτη υπό ανδρογονικό αποκλεισμό νόσησαν σε μικρότερο ποσοστό από τον ιό ή όταν νοσούσαν έτειναν να εμφανίζουν ηπιότερη νόσο. Από τους 4532 ασθενείς που μελετήθηκαν, 9.5% είχε διάγνωση κακοήθειας και 2,6% καρκίνο του προστάτη (118 ασθενείς). Οι άνδρες ασθενείς  με κακοήθεια είχαν 1,8 φορές περισσότερο κίνδυνο να νοσήσουν συγκριτικά με το γενικό ανδρικό πληθυσμό και διαπιστώθηκε η τάση να νοσούν σοβαρότερα. Όταν όμως οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στους 5273 ασθενείς υπό ανδρογονικό αποκλεισμό από τις βάσεις δεδομένων της μελετώμενης περιοχής μόνο 4 εμφάνισαν τη νόσο και όλοι εξ αυτών αποθεραπεύτηκαν. Αυτή η ομάδα ασθενών συγκρίθηκε με 37161 ασθενείς που είχαν καρκίνο προστάτη  και δεν λάμβαναν ανδρογονικό αποκλεισμό εκ των οποίων 114 ασθενείς  εμφάνισαν τη νόσο και 18 κατέληξαν από αυτή. Από 79.661 ασθενείς με άλλες κακοήθειες, 312 νόσησαν και 57 κατέληξαν. Οι ασθενείς υπό ανδρογονικό αποκλεισμό φάνηκε να έχουν 4 φορές χαμηλότερο κίνδυνο για μόλυνση από COVID-19 συγκριτικά με αυτούς που δεν ελάμβαναν αυτή τη θεραπεία. Η διαφορά ήταν πιο εκσεσημασμένη όταν οι ασθενείς αυτοί συγκρίθηκαν με ασθενείς με άλλους τύπους κακοήθειας (5 φορές μικρότερος κίνδυνος). Οι ερευνητές υποστηρίζουν πως ενδεχομένως άνδρες με καρκίνο προστάτη που δε λαμβάνουν ανδρογονικό αποκλεισμό θα μπορούσαν ενδεχομένως να λάβουν αυτή τη θεραπεία  προληπτικά για περιορισμένο χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ή εφόσον νοσήσουν, για να περιορίσουν τη βαρύτητα της νόσου COVID-19. Οι θεραπείες αυτές ελαττώνουν τα επίπεδα τεστοστερόνης και εάν χορηγηθούν για λιγότερο από ένα μήνα δεν παρουσιάζουν ανεπιθύμητες  ενέργειες. Μια πιθανή εξήγηση για το φαινόμενο είναι η εμπλοκή της πρωτεΐνης TMPRSS2 η οποία φαίνεται να ενισχύει τη μολυσματική ικανότητα του ιού. Η πρωτεΐνη TMPRSS2 δρα πάνω στην πρωτεΐνη-ακίδα με την οποία ο ιός συνδέεται στα ανθρώπινα κύτταρα. Πιο συγκεκριμένα,  η TMPRSS2 «ενεργοποιεί» την πρωτεΐνη-ακίδα ώστε να μπορέσει να συνδεθεί με τον υποδοχέα ACE2 που βρίσκεται στην επιφάνεια των κυττάρων, και που αποτελεί την κερκόπορτα για την είσοδο του ιού στα κύτταρα.  Η πρωτεΐνη TMPRSS2 φαίνεται να υπερεκφράζεται σε ασθενείς με καρκίνο του προστάτη ενώ  καταστέλλεται σε όσους λαμβάνουν ανδρογονικό αποκλεισμό. Τα δεδομένα αυτά πρέπει να αξιολογηθούν πιο συστηματικά εντός πλαισίου κλινικών μελετών .