Τα 8 βασικά δεδομένα για την ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας
Η διάσημη Βρετανίδα ηθοποιός Τζούντι Ντεντς αποκάλυψε σε συνέντευξή της ότι επιδεινώθηκε η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας με την οποία διαγνώστηκε το 2012 και πλέον δεν βλέπει στα κινηματογραφικά πλατό, ούτε μπορεί να διαβάσει τα σενάριά της. Την βοηθούν όμως φίλοι της να τα απομνημονεύσει.
Η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας είναι μία συνηθισμένη πάθηση των ματιών, που εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον τρόπο ζωής. Δυστυχώς, όμως, υπάρχει ανησυχητική έλλειψη ενημέρωσης γι’ αυτήν, καθώς οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν τα χαρακτηριστικά συμπτώματά της ούτε τους παράγοντες κινδύνου που ευνοούν την εμφάνισή της και την επιδεινώνουν.
Για τα οκτώ βασικά δεδομένα που αφορούν την πάθηση ενημερώνει ο δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, Xειρουργός-Οφθαλμίατρος, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision, Καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης:
1. Είναι πολύ συχνή. Υπολογίζεται ότι προσβάλλει έναν στους οκτώ ανθρώπους ηλικίας πάνω από 60 ετών, αποτελώντας την πιο συχνή αιτία μη αναστρέψιμης απώλειας της όρασης στους ηλικιωμένους. Εκτιμάται ότι 200 εκατομμύρια άτομα πάσχουν ήδη από αυτήν, ενώ έως το 2040 θα έχουν αυξηθεί σε 300 εκατομμύρια.
2. Υπάρχουν δύο τύποι ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας. Οι τύποι αυτοί είναι η υγρού τύπου (ή εξιδρωματική) και η ξηρού τύπου εκφύλιση. Η ξηρού τύπου (dry AMD) είναι η πιο συχνή μορφή, καθώς από αυτήν πάσχει το σχεδόν 80% των ασθενών. Αναπτύσσεται βαθμιαία και χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια εναπόθεση πρωτεϊνών και λιπιδίων στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού. Οι εναποθέσεις αυτές μοιάζουν με κίτρινες κουκκίδες και λέγονται drusen. Η συσσώρευσή τους οδηγεί σε ατροφία την ωχρά κηλίδα και στη δημιουργία σκοτεινού σημείου στο κέντρο του οπτικού πεδίου, που επεκτείνεται καθώς εξελίσσεται η νόσος. Η υγρού τύπου εκφύλιση της ωχράς (wet AMD) είναι λιγότερο συχνή, αλλά πιο σοβαρή. Εκδηλώνεται όταν αναπτύσσονται στο πίσω μέρος του ματιού παθολογικά αιμοφόρα αγγεία, τα οποία συχνά παρουσιάζουν διαρροή υγρού κάτω από την ωχρά κηλίδα. Η συνέπεια είναι απότομη μείωση της κεντρικής όρασης. Η βλάβη είναι μη αναστρέψιμη.
3. Τα γυαλιά δεν μπορούν να διορθώσουν την όραση. Στα αρχικά στάδιά της η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας μπορεί να προκαλέσει θόλωμα της όρασης σε κάποιο σημείο ή την αίσθηση ότι κάτι υπάρχει που μειώνει το οπτικό πεδίο. Τα συμπτώματα αυτά δεν μπορούν να αποκατασταθούν με διορθωτικά γυαλιά. Με την πάροδο του χρόνου η θολωμένη περιοχή θα αυξάνεται και οι ευθείες γραμμές (κάθετες ή οριζόντιες) θα μοιάζουν παραμορφωμένες.
4. Τα πρώτα συμπτώματα μπορεί να μην γίνουν αντιληπτά. Το πρώτο σύμπτωμα της εκφύλισης είναι στην πραγματικότητα τα drusen, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο από τον οφθαλμίατρο, εφόσον πηγαίνετε για προληπτικό έλεγχο των ματιών σας κάθε 1-2 χρόνια μετά τα 50. Όταν αρχίσουν τα συμπτώματα, συνήθως παρατηρείται θόλωμα της όρασης, που μπορεί αρχικά να αποδοθεί σε διάφορες αιτίες. Μόνο όταν εξελιχθεί αρκετά η νόσος θα υπάρξουν πιο ειδικά συμπτώματα, όπως οι δυσκολίες που προκαλεί σε καθημερινές δραστηριότητες (π.χ. στην οδήγηση, στο να περάσει ο ασθενής την κλωστή στη βελόνα ή να διαβάσει ένα βιβλίο) και οι παραμορφώσεις και τα σκοτεινά σημεία στο κεντρικό οπτικό πεδίο που δεν επηρεάζουν την περιφερειακή όραση (γι’ αυτό τον λόγο π.χ. ο ασθενής μπορεί να βλέπει το περίγραμμα ενός ρολογιού, αλλά όχι την ώρα).
5. Το οικογενειακό ιστορικό είναι ισχυρός παράγοντας κινδύνου. Εκτιμάται ότι γενετικοί παράγοντες εμπλέκονται σε ποσοστό έως 70% των κρουσμάτων ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας. Αν έχετε έναν γονιό ή αδελφό/αδελφή με τη νόσο, υπάρχουν 50% πιθανότητες να την εκδηλώσετε και εσείς. Σε τέτοια περίπτωση συνιστάται να ελέγχετε προληπτικά την όρασή σας κάθε χρόνο.
6. Το κάπνισμα αυξάνει δραματικά τον κίνδυνο. Αποτελεί στην πραγματικότητα το σημαντικότερο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για τη νόσο. Μελέτες έχουν δείξει πως οι καπνιστές διατρέχουν τριπλάσιο ή τετραπλάσιο κίνδυνο να την εκδηλώσουν σε σύγκριση με τους μη καπνιστές. Το κάπνισμα επιταχύνει επίσης την εξέλιξη της ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς. Μπορεί ακόμα να επισπεύσει την εκδήλωσή της κατά 5-10 χρόνια, σε σύγκριση με την ηλικία που θα την εκδήλωνε κανείς εάν δεν κάπνιζε. Οι ασθενείς με υγρού τύπου εκφύλιση που εξακολουθούν να καπνίζουν, μπορεί να μην ανταποκρίνονται καλά στη θεραπεία. Με τη διακοπή του καπνίσματος ο πρόσθετος κίνδυνος σταδιακά μειώνεται, αν και χρειάζονται 20 χρόνια για να εξισωθεί με εκείνον των μη καπνιστών.
7. Ο υγιεινός τρόπος ζωής είναι σημαντικός για την πρόληψή της. Για την προστασία της ωχράς κηλίδας συνιστάται διακοπή του καπνίσματος, συστηματική γυμναστική, συχνός έλεγχος της αρτηριακής πίεσης και ρύθμιση της υπέρτασης εάν αυτή αναπτυχθεί, διατήρηση υγιούς σωματικού βάρους και υγιεινή διατροφή (με έμφαση σε φρούτα, λαχανικά και ψάρια). Απαραίτητη είναι και η καθημερινή χρήση γυαλιών ηλίου στους υπαίθριους χώρους, χειμώνα-καλοκαίρι, ακόμα και όταν έχει συννεφιά. Ειδικά τις μέρες με ηλιοφάνεια συνιστάται πρόσθετη προστασία με καπέλο με φαρδύ γείσο.
8. Η σοβαρή εκφύλιση μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν υπάρχει ακόμα αποτελεσματική θεραπεία για την ξηρού τύπου εκφύλιση της ωχράς. Σε μερικές περιπτώσεις, όμως, βοηθούν στη σταθεροποίηση της όρασης ορισμένα συμπληρώματα διατροφής με αντιοξειδωτικούς παράγοντες (π.χ. βιταμίνες C και E, ψευδάργυρο, οξείδιο του χαλκού, β-καροτένιο). Αντίθετα, η σοβαρή μορφή της νόσου (δηλαδή η υγρού τύπου εκφύλιση) αντιμετωπίζεται με ειδικές, ενδοφθάλμιες εγχύσεις φαρμάκων (αντιαγγειογενετική θεραπεία). Μπορεί επίσης να γίνει τοπική θεραπεία με αντιφλεγμονώδη στεροειδή, φωτοδυναμική θεραπεία ή αποκατάσταση της όρασης και χρήση βοηθημάτων χαμηλής όρασης που βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών με σοβαρή μείωση της όρασης.
«Εφόσον διαγνωστεί εγκαίρως, γίνεται τακτική παρακολούθηση και ο ασθενής υποβάλλεται στην κατάλληλη θεραπεία, αναλόγως με το στάδιο της νόσου του, η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας δύσκολα θα οδηγήσει στην πλήρη απώλεια της όρασης. Συνήθως τα πιο βαριά περιστατικά διατηρούν κάποια περιφερειακή όραση, ώστε τουλάχιστον να μπορούν να μετακινούνται στον χώρο. Αυτό όμως απαιτεί στενή συνεργασία με τον θεράποντα οφθαλμίατρο και τακτικές εξετάσεις», καταλήγει ο δρ Κανελλόπουλος.